- ανάτρηση
- Η διάνοιξη κοιλότητας σε οστό, όπως για παράδειγμα η α. μετωπιαίου κόλπου. Χαρακτηριστική περίπτωση α. είναι η α. κρανίου που ήταν γνωστή ήδη από τη νεολιθική εποχή και γινόταν ασφαλώς για μαγικούς λόγους (με αυτήν ο εγκέφαλος απαλλασσόταν από τα κακοποιά πνεύματα). Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την α. ως μέθοδο θεραπείας παθήσεων του εγκεφάλου, όπως η επιληψία, οι πονοκέφαλοι κ.ά. Η α. πραγματοποιείται με ηλεκτρικό ή συρμάτινο πριόνι και προσφέρεται για την αντιμετώπιση περιπτώσεων αύξησης της ενδοκρανιακής πίεσης (αιματώματα, όγκοι).
* * *η (Α ἀνάτρησις) [ανατιτράω]διάνοιξη οστικής κοιλότητας, κυρίως του κρανίου, για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούςαρχ.1. η διάτρηση, το άνοιγμα τρύπας2. οπή, τρύπα.
Dictionary of Greek. 2013.